φαρφουρένιος

φαρφουρένιος
-α, -ο, Ν
1. κατασκευασμένος από φαρφουρί
2. μτφ. αυτός που έχει την χροιά φαρφουριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρφουρί + κατάλ. -ένιος (πρβλ. μαρμαρ-ένιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φαρφουρένιος, -ια, -ιο — ο κατασκευασμένος από φαρφουρί (βλ. λ.), από λεπτή πορσελάνη, ο πορσελάνινος: Φαρφουρένιο βάζο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”